- ἀφάρτερος
- ἀφάρτεροςmore fleetmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφάρτερος — ἀφάρτερος, α, ον (Α) [ἄφαρ] γρηγορότερος, περισσότερα ευκίνητος … Dictionary of Greek
ἀφάρτερα — ἀφάρτερος more fleet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφάρτεροι — ἀφάρτερος more fleet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφαρ — ἄφαρ επίρρ. (Α) 1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό 2. πολύ 3. ξαφνικά, γρήγορα 4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το… … Dictionary of Greek